πεττός

πεττός
ὁ, Α
βλ. πεσσός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεττός — πεσσός oval shaped stone for playing draughts masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπεττεύομαι — (Μ) καταστρέφομαι σπαταλώντας την περιουσία μου στους πεσσούς, στα ζάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πεττεύομαι, αττ. τ. τού πεσσεύομαι «παίζω ζάρια» (< πεττός «ζάρι»)] …   Dictionary of Greek

  • παραπέτευμα — το, Μ σύμβολο που δινόταν για λήψη σίτου εν καιρώ διανομής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. parapeteuma, atis (< παρ[α] * + πεττεύω < πεσσός / πεττός)] …   Dictionary of Greek

  • πεσσός — Τετράγωνη κολόνα πάνω στην οποία στήριζαν τις αψίδες του θόλου. Στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, π. είναι κυρίως η κολόνα που στηρίζει το προστώο της εισόδου των οχυρωμένων μοναστηριών. Η είσοδος των παλαιών αυτών μοναστηριών είχε φρουριακό χαρακτήρα …   Dictionary of Greek

  • πεττευριπτώ — έω, Α ρίχνω εύστοχα τους πεσσούς, έχω καλή ριξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεττός / πεσσός + εὖ + ῥίπτω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”